- ἀντιποίησις
- ἀντιποίησιςlaying claim tofem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιποιήσει — ἀντιποίησις laying claim to fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιποιήσεϊ , ἀντιποίησις laying claim to fem dat sg (epic) ἀντιποίησις laying claim to fem dat sg (attic ionic) ἀντιποιέω do in return aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιποιέω do in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιποίησιν — ἀντιποίησις laying claim to fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… … Dictionary of Greek
ἀντιποιήσεως — ἀντιποιήσεω̆ς , ἀντιποίησις laying claim to fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιποιήσῃ — ἀντιποιήσηι , ἀντιποίησις laying claim to fem dat sg (epic) ἀντιποιέω do in return aor subj mid 2nd sg ἀντιποιέω do in return aor subj act 3rd sg ἀντιποιέω do in return fut ind mid 2nd sg ἀ̱ντιποιήσῃ , ἀντιποιέω do in return futperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)